μπό(τ)τα

μπό(τ)τα
η сапог

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μπό(τ)τα" в других словарях:

  • Μπο — Πόλη της Σιέρα Λεόνε. H πόλη, που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Φρίταουν, υπήρξε το λίκνο της πολιτικής και πνευματικής δύναμης που, μετά την ανεξαρτησία, οδήγησε στην αφύπνιση τους εσωτερικούς πληθυσμούς. Σημαντικό κέντρο εμπορίου των… …   Dictionary of Greek

  • μπο(υ)γάζι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. στενή θάλασσα ανάμεσα σε δύο στεριές, ο πορθμός: Το μπουγάζι του Βοσπόρου. 2. στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά: Το μπουγάζι του Σαρανταπόρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιάκωβος ντε Μπο — (Jacques des Baux, 1353; – 1383). Κληρονόμος του τίτλου του Λατίνου αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν γιος του Φραγκίσκου Α’ ντε Μπο και της Μαργαρίτας του Τάραντα, αυτοκράτειρας Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν ανιψιός του Φίλιππου Γ’ της Ανδηγαυίας …   Dictionary of Greek

  • Κίτρινη θάλασσα — (κινεζ. Χουάνγκ Χάι). Θαλάσσιο τμήμα (466.198 τ. χλμ.) του Ειρηνικού ωκεανού η οποία εκτείνεται στα Β της Ανατολικής Κινεζικής θάλασσας. Περιβάλλεται Α από την Κορέα, Β και Δ από την Κίνα, ενώ Ν ορίζεται συνήθως από μια ιδεατή γραμμή που συνδέει… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • Olympic Airlines — For the successor to Olympic Airlines, see Olympic Air. Olympic Airlines Ολυμπιακές Αερογραμμές IATA OA …   Wikipedia

  • Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… …   Wikipedia

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»